- κοιλιοφορώς
- κοιλιοφορῶς (Α)επίρρ. (για τη Θεοτόκο) μεταφέροντας στην κοιλιά, μέσα στην κοιλιά («ἡ τὴν ἀστραπήν ἔνδον κοιλιοφορῶς βαστάσασα», Επιφάν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κοιλιο-φόρος < κοιλ-ία + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. στεφανη-φόρος, τροπαιο-φόρος].
Dictionary of Greek. 2013.